υφαντής

υφαντής
(textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και λεπτά. Οι υ. είναι ιθαγενή πουλιά της Ν. Ασίας και της Κεντρικής Αφρικής και ονομάστηκαν έτσι επειδή κατασκευάζουν τη φωλιά τους από ίνες φυτών, τις οποίες πλέκουν. Τα χρώματα των πουλιών αυτών είναι πολλά, συνήθως όμως κυριαρχεί το μαύρο. Τρέφονται με διάφορους κόκκους και κυρίως με κανναβούρι, κεχρί και ρύζι. Γνωστότερο είδος είναι ο υ. ο ερυθρόραμφος, που διακρίνεται για το κόκκινο ράμφος του. Το είδος αυτό ζει ομαδικά, κυρίως στην Αφρική.
* * *
ο, θηλ. ὑφάντρια και υφάντρα / ὑφάντης, θηλ. ὑφάντρια και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. φάντρα Ν [υφαίνω]
τεχνίτης ειδικός στην υφαντική
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών τής Αφρικής
μσν.
(στο Βυζάντιο) μτφ. η αράχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑφάντης — weaver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφάντης — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • υφαντής — ο θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφαντῆς — ὑφαντός woven fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάνται — ὑφάντης weaver masc nom/voc pl ὑφάντᾱͅ , ὑφάντης weaver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντῶν — ὑφάντης weaver masc gen pl ὑφαντός woven fem gen pl ὑφαντός woven masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάνταις — ὑφάντης weaver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντην — ὑφάντης weaver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντου — ὑφάντης weaver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντῃ — ὑφάντης weaver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”